- ετερόρρυθμος
- -η, -ο (Α ἑτερόρρυθμος, -ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, -ον)αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλουνεοελλ.1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία» — εταιρεία εμπορική στη διεύθυνση τής οποίας δεν μετέχουν όλοι οι συνέταιροι (ή μέτοχοι)β) «ετερόρρυθμος εταίρος» — αυτός που δεν μετέχει στη διοίκηση τής εταιρείας και δεν ευθύνεται παρά μόνο για το ποσό τής συμμετοχής του σε αυτήναρχ.(για τον σφυγμό) αυτός που δεν έχει κανονικό ρυθμό (δηλ. τον ρυθμό που αρμόζει στην ηλικία τού ασθενούς).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ρυθμος < ρυθμός, πρβλ. εύ-ρυθμος].
Dictionary of Greek. 2013.